I
Του είπα πως έπρεπε να κρυφτώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κρύβουμε τα μάτια.
Και του είπα πως έπρεπε να κοιμηθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να κοιμίζουμε τα όνειρα.
Του είπα πως έπρεπε να ανάψω φως και να ντυθώ.
Εκείνος απάντησε πως έτσι είναι,
πως πρέπει να βγαίνουμε γυμνοί μόνο στα ψέματα.
Χωρίς κρυψώνα, χωρίς ύπνο, χωρίς το φόρεμα μου
με τις λεπτές τιράντες λουλουδάτες
έπρεπε να είχε, ήδη, φύγει.
Εκείνος απάντησε πως έτσι ήταν.
Πως έπρεπε να κρεμαστεί από τις τιράντες μου.
II
Στη ζωή του εκλιπάρησε για παράδοξες όψεις
και πάντοτε μάτωνε πριν προλάβεις να κόψεις.
Του γελάσαν και μπλόφαρε, αδυναμία της έξης
τους φίλησε και αφέθηκε στη μαγεία της λέξης.
Βγήκε νύχτα στους δρόμους μα τον έπιασε μπόρα
στα υπόστεγα πούλαγαν δονητές με την ώρα.
Πέταξε ονόματα, γράμματα, μυρωδιές σωμάτων
τα έθαψε και τα σκέπασε με σωρούς χωμάτων.
Ένα βράδυ ξεφώνισε "σημαδέψτε τον πιανίστα".
Το τολμήσαν από έρωτα ή για να διώξουν τη νύστα;
Στα ταξίδια του πάτησε και νερά και μουράγια
καταβύθισε τρόπους, αριθμούς και ναυάγια.
Ανασήκωσε φούστες, να πληρώσει τα διόδια
τις πήρε με τη βία, τον αλείψαν ιώδια.
Κι εγώ που γεννήθηκα σε μια ανέραστη πόλη
-άλλο ψέμα-
θα δαγκώσω τα χείλη μου
ως να φτάσουν στο αίμα.
Tριανταφυλλίδου Γεωργία